Όταν έχασα τη μαμά μου ξαφνικά πριν από δυόμισι μήνες, 3 άνθρωποι από το περιβάλλον μου ήρθαν σε ανύποπτο χρόνο να μου εξομολογηθούν πως αυτό που βιώνω είναι ο μεγαλύτερος τους φόβος. Χάνοντας και τον μπαμπά μου 13 χρόνια πριν, την στιγμή που μου ανακοινώθηκε ο θάνατος της, ένιωσα μια παράφορη αδικία να με κατακλύζει. Αρχικά μου κόπηκαν τα γόνατα και μετά σκέφτηκα πως ηλικιακά είμαι αρκετα μικρή διάολε για να έχω χάσει και τους δυο μου γονείς.
Ίσως κάποιοι διαβάζοντας αυτές τις γραμμές, να σκέφτονται πως υπάρχουν πολύ μεγαλύτερες απώλειες. Αυτή όμως είναι η δίκη μου αλήθεια. Και ποιος στα αλήθεια μπορεί να κρίνει ποια απώλεια είναι μικρότερη, μεγαλύτερη, χειρότερη, διαχειρίσιμη ή μή; Η απώλεια είναι απώλεια και η κάθε απώλεια έχει το δικό της πορτραίτο.
Δεν υπάρχει σωστός ή λάθος τρόπος για να πενθήσει κανείς. Ο θάνατος της μαμάς σου είναι κάτι που απλά συμβαίνει και με κάποιο τρόπο συνεχίζεις.
Συνεχίζεις να υπάρχεις, να δουλεύεις, να βλέπεις τους φίλους σου, να ταξιδεύες με τον άντρα σου. Να μαγειρεύεις, να οδηγείς, να κανείς ότι έκανες και πριν. Με τη διαφορά όμως ότι σκέφτεσαι τη μαμά σου κάθε μέρα, σχεδόν κάθε στιγμή της ημέρας. Με ένα μόνιμο αγκάθι να υπάρχει στο σημείο της καρδιάς σου...
Με την πρώτη σκέψη καθε πρωί και την τελευταία καθε βράδυ να είναι «Όντως πέθανε; Όντως δεν θα την ξαναδώ;»
Να περνάς από την άρνηση και την ψυχοαποσυνδεση, σε ένα μεγάλο θυμό και σε μια άφατη θλίψη, σε ερωτηματικά τα οποία δεν βρίσκουν απάντηση. Από τις τύψεις και τις ενοχές στο μεγάλο παράπονο.
Και να αναρωτιέσαι πως μπορείς απλά να συνεχίζεις, όταν ένας άνθρωπος σου λείπει τόσο πολύ. Σου λείπει όταν θέλεις να μαγειρέψεις και σκέφτεσαι ότι θα πάρεις τη μαμά σου να σου θυμίσει τη συνταγή και μετά θυμάσαι ότι και να καλέσεις τον αριθμό της δεν θα σου απαντήσει κανείς. Σου λείπει όταν θυμάσαι πως δεν την άφησες ποτέ να σου εξηγήσει πως πλένεται στο χέρι εκείνο το μεταξωτό πουκάμισο, γιατί πάντα της το έδινες να σου το πλύνει. Να θυμώνεις γιατί ξέρεις ότι την επόμενη φορά που θα πάθεις αμυγδαλιτιδα δεν θα είναι εδώ για να σου φτιάξει κοτόσουπα.
Να θυμώνεις γιατί όσο χρονών και να είσαι δεν θα σε ρωτησει ποτέ ξανά αν χρειάζεσαι κάτι…
Να σε παίρνει το παράπονο όταν ακούς φίλους που οι γονείς τους είναι ηλικιακά μεγαλύτεροι και να αναρωτιέσαι γιατί και οι δικοί σου γονείς δεν έζησαν μερικά χρόνια ακόμα.
Το πένθος είναι σαν ένα χέρι που σου σφίγγει την καρδιά και στην κάνει κομμάτια σε ανύποπτες στιγμές… Σημερα εβαλα τα κλαματα γιατι δεν ήταν εκεί να την ρωτήσω αν ήθελε να της ψησω μπριζόλα. Μια Κυριακή έβαλα τα κλάματα γιατί είχα φτιάξει ένα γλυκό και δεν ήταν εκεί να το δοκιμάσει και να μου πει αν της αρέσει. Να μου πει αν ήθελε λιγότερη ζάχαρη ή περισσότερη κανέλα.
Και τη συνταγή μπορώ να βρω, και το πουκάμισο μπορώ να μάθω να πλένω, και κοτόσουπα ξέρω να φτιάχνω. Αλλά δεν είναι αυτό. Είναι που μου λείπει η φροντίδα της. Η χωρίς προϋποθέσεις αγάπη της που μόνο ένας γονιός μπορεί να δώσει στο παιδί του.
Μεγαλώνουμε και βιαζόμαστε να ενηλικιωθούμε, να μην έχουμε πολλά πολλά με τους γονείς μας, να είμαστε ανεξάρτητοι, αυτόνομοι. Και μετά τους χάνουμε και δεν νιώθουμε δυνατοί να συνεχίσουμε τη ζωή μας χωρίς αυτούς. Πως γίνεται αυτό;
Με τη μαμά μου ζήσαμε πολλά οι δυο μας. Υπήρχαν διαστήματα που ήμασταν η μια για την άλλη. Το 2011 περάσαμε ταυτόχρονα ένα πρόβλημα υγείας. Ήμουν κοντά της, ήταν κοντά μου. Και όταν με είχε πάρει από κάτω, πήγαμε για φαγητό και μου είχε διηγηθεία μια δική της ιστορία. Στα 19 της έπρεπε να πάει στο εξωτερικό για μια σοβαρή επέμβαση στο μάτι και ένας κύριος την είχε συμβουλέψει “keep your smile.” Συμβουλή που κράτησε σε ολόκληρη σχεδόν της ζωή της. Κοιτάζω τις φωτογραφίες της και είναι σε όλες χαμογελαστή.
Έπειτα σε οποία χώρα μου κάπνιζε να πάω να σπουδάσω την κουβαλούσα για να με βοηθησει. Με την μαμά μου βέβαια τσακωνόμασταν γιατί ήμασταν και οι δυο έντονες. Αν με ρωτήσεις όμως τους λόγους, δεν μπορώ να ανακαλέσω και πολλούς. Και αν ακόμα είχα μια πίκρα και της είχα καταλογίσει κάποια πράγματα, ο θάνατος τα αλλάζει όλα. Μένει απλά η αγάπη. Μια ατόφια αγάπη… και η έγνοια σου είναι μήπως στο τέλος έφυγε πικραμένη από αυτή την μια κουβέντα παραπάνω που της ειπες πάνω στα νεύρα σου.
Και μένεις να αναρωτιέσαι γιατι τελευταία ο προβολέας φώτιζε εμμονικά τα αρνητικά και σκοτείνιαζε τη σχέση σου μαζί της; Και γιατί επιλεκτικά παράβλεπες τα πολύ όμορφα που μοιραστήκατε; Ίσως από ένα μηχανισμό άμυνας, μια βλακώδη πεποίθηση πως αν η σχέση μας κάπως χαλούσε δεν θα πονούσε τόσο, το οριστικό και αμετάκλητο τέλος όταν αυτό θα ερχόταν;
Πέρυσι τέτοια εποχή είχαν ξεκινήσει οι ετοιμασίες του γάμου μου. Πολύ χάρηκα εκείνες τις τρεις μας μεγάλες βόλτες στην Λευκωσία που πήγαμε για την πρόβα του φορέματος.. ο χρόνος που περάσαμε μαζί, οι συζητήσεις μας… Με τη μαμά μου έχουμε πολλές αναμνήσεις μαζί. Πολύ περισσότερες από ότι με τον μπαμπά μου που ήταν πλοίαρχος του εμπορικού ναυτικού και ταξίδευε πολύ. Όμως κανένας από τους γονείς μου δεν θα είναι στα επόμενα κεφάλαια της δικής μου ζωής με τη φυσική του παρουσία. Και αυτό πονάει πολύ...
Η μαμά μου πάντα μου ζητούσε πράγματα. Και στο τέλος της έλεγα ότι θέλεις μετά την 1η Αυγούστου που κλείνει το πανεπιστήμιο.
Δεν πρόλαβε. Δεν προλάβαμε. Όχι γιατί η μαμά μου ήταν λιγότερο σημαντική αλλά επειδή υπήρχε αυτή η ακλόνητη πεποίθησή ότι και οι δυο γονείς μου ήταν άτρωτοι.
Είναι φορές που μπροστά στο αναπόφευκτο του θανάτου, σε πιάνει η αδημονία για ζωή και κάποιες άλλες φορές επιλέγεις να απομονωθείς γιατί δεν θες να ακούσεις για άλλη μια φορά τα γνωστά άτσαλα λόγια των ανθρώπων γύρω σου που τα χάνουν και αυτοί και δεν ξέρουν τι να σου πουν.
Είναι και αυτή η ανυπομονησία τους να σε δουν να αισθάνεσαι καλύτερα, να επιστρέφεις στην καθημερινότητα σου άρα έχεις κιόλας ξεχάσει, επειδή δεν μπορούν να διαχειριστούν το δικό τους κομμάτι.
Έτσι πολλές φορές προτιμάς να βιώσεις το πένθος σου βουβά.
Είμαι λοιπόν ανάμεσα στους ανθρωπους που δεν θα ξαναδούν στην οθόνη του κινητού τους, την λέξη μαμά και την λέξη μπαμπάς. Ακόμα και αυτή την στιγμή που το γράφω αισθάνομαι πως δεν είναι αλήθεια. Οποία και αν ήταν η σχέση μας με τους γονείς μας, ειδικά με τη μητέρα μας, ο θάνατος τους τις περισσότερες φορές, αλλάζει τη ζωή μας.
Πίστευα ότι ήταν απλά το καλοκαίρι μου που κόπηκε στη μέση, αλλά όχι, είναι η ζωή μου ολόκληρη. Πονάει πολύ που δεν θα είναι στις υπόλοιπες σελίδες του βιβλίου της δίκης μου ζωής. Όταν συμβαίνει, η ζωή σου χάνει τα χρώματα της, γινεται ασπρόμαυρη. Παρακολουθείς τους γύρω σου να γελάνε, να ανεβάζουν stories, να βγαίνουν, να βαφτίζουν, να παντρεύονται, που είναι ότι πιο φυσιολογικό οι γύρω σου να συνεχίζουν τη ζωή τους και εσυ μετέωρος να μην ξέρεις πως να αισθανθείς.
Κανένας δεν σε προετοιμάζει για το θάνατο των γονιών σου. Ακόμα και σαν σκέψη που περνούσε ξυστά από το μυαλό μου την έδιωχνα βιαστικά. Ορίστε, κάτι που δεν αντέχεται ούτε σαν σκέψη, έρχεται η στιγμή που τελικά το βιώνεις και η ζωή σου αλλάζει για πάντα. Κάθε μέρα υπάρχει κάτι που να την θυμίζει. Ένα τραγούδι, τα λουλούδια της, η αγαπημένη της σειρά, να περνάς από το μέρος που της άρεσε να κολυμπάει...
Πως να ήταν άραγε οι τελευταίες της στιγμές; Κατάλαβε, φοβήθηκε, ένιωσε αγωνία; Ερωτηματικά που απλά μένουν αναπάντητα.
Στην πίτα της ζωής μας έχουμε διάφορους ρόλους. Είμαστε γονείς, σύντροφοι, εργαζόμενοι, αδέρφια, φίλοι, παιδιά... όταν χάνουμε και τους δύο μας γονείς, χάνεται για πάντα εκείνο το κομμάτι, ο ρόλος του παιδιού και στην θέση του είναι ένα κενό.
Είμαστε και εμείς παιδιά δυο ανθρώπων που έζησαν κάποτε...
Η μαμά μου ταξίδεψε σχεδόν σε όλο τον κόσμο. «Πόσα ξέρεις; Όσα γύρισα», μας έλεγε.
Είχε ταλέντο στη ζωγραφική, της άρεσε να μαγειρεύει και να ασχολείται με τα λουλούδια της.
Αν ζούσε η μαμά μου θα ήταν ο πρώτος άνθρωπος που θα διάβαζε αυτό το κείμενο όπως και τόσα αλλά στο παρελθόν. Να μου πει τι της άρεσε, τι δεν της άρεσε...
Μάνα, μητέρα, μανούλα, μαμά... Δική μου μαμά... Για που το έβαλες μαμά μου, με ανοιχτά πανιά; Σε βύθισε η θάλασσα που τόσο αγαπούσες παντοτινά στην αγκαλιά της. Η θάλασσα... Που είναι σαν τον έρωτα. Μπαίνεις και δεν ξέρεις αν θα βγεις. Χίλιοι την χαίρονται, ένας την πληρώνει...
Υ.Γ.1 Δε ασπάζομαι την λέξη συλληπητήρια και ο σκοπός του κειμένου δεν είναι αυτός. Αν όμως το μοίρασμα αυτών των σκέψεων βοηθήσει έστω και έναν άνθρωπο εκεί έξω τότε σημαίνει πως έχει ολοκληρώσει τον σκοπό του.
Υ.Γ.2 Στους γονείς μου. Στους υπέροχους γονείς μου που επέλεξαν να κάνουν οικογένεια και τίμησαν την επιλογή τους μέχρι το τέλος της ζωής τους. Που η αγάπη που είχαν ο ένας για τον άλλον, θα είναι ο φάρος που θα φωτίζει το μονοπάτι της δίκης μας ζωής.