Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), 350 εκατομμύρια άνθρωποι ανεξαρτήτου ηλικίας υποφέρουν από κατάθλιψη. Ακριβώς επειδή η συγκεκριμένη συναισθηματική διαταραχή αγγίζει αυτό το τεράστιο ποσοστό είναι ένα θέμα που συζητιέται συχνά τόσο στα ΜΜΕ αλλά και σε διάφορα βιβλία αυτοβοήθειας, με αποτέλεσμα μέσα στα χρόνια να έχουν δημιουργηθεί διαστρεβλώσεις γύρω από το τι είναι και τι δεν είναι η κατάθλιψη, την αιτιολογία της αλλά και το πως αντιμετωπίζεται.
Μύθος 1: Η κατάθλιψη είναι βιολογική ασθένεια
Παρόλο που το βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο για την αιτιολογία της κατάθλιψης έχει κερδίσει έδαφος τα τελευταία χρόνια και γνωρίζουμε τους νευρομεταβιβαστές που εμπλέκονται, η νευροφυσιολογία είναι μόνο ένα από τα κομμάτια του παζλ.
Παρόλο που στην αιτιολογία της κατάθλιψης εμπλέκονται και βιολογικοί παράγοντες δεν είναι οι μόνοι που την εξηγούν γι’ αυτό και ο ΠΟΥ δεν κατατάσσει την κατάθλιψη ανάμεσα στις ασθένειες. Ακόμα, παραμένει άγνωστο κατά πόσο οι αλλαγές στην χημεία του εγκεφάλου είναι δυνατόν να προκαλέσουν κατάθλιψη ή αν η κατάθλιψη ευθύνεται για τις αλλαγές στην χημεία του εγκεφάλου. Με άλλα λόγια όταν το άτομο ξεκινήσει να σκέφτεται, να αισθάνεται και να συμπεριφέρεται με τρόπους που του προκαλούν κατάθλιψη, τότε αλλάζει και η χημεία του εγκεφάλου.
Τι είναι όμως οι κατάθλιψη; Οι περισσότεροι ειδικοί συμφωνούν πως η αιτιολογία της συναισθηματικής αυτής διαταραχής συμπεριλαμβάνει μια αλληλεπίδραση σκέψεων, συναισθημάτων και συμπεριφορών που μπορούν να επηρεάσουν ή να επηρεαστούν από βασικές βιολογικές διεργασίες. Η προσέγγιση αυτή είναι γνωστή και ως το βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο και σύμφωνα με αυτήν, μαζί με τους βιολογικούς παράγοντες εμπλέκονται τόσο ψυχολογικοί όσο και κοινωνικοί παράγοντες. Εξίσου σημαντικοί με τον βιολογικό παράγοντα, είναι η επίδραση στρεσογόνων γεγονότων στη ζωή του ατόμου, τεχνικές διαχείρισης που έχει ή δεν έχει αναπτύξει, ο τρόπος σκέψης και οι συμπεριφορές.
Η εμπλοκή βιολογικών παραγόντων στην αιτιολογία της κατάθλιψης δημιουργεί τον μύθο ότι η κατάθλιψη είναι ασθένεια, άρα ο “ασθενής” απαλάσσεται από την προσωπική του ευθύνη για την αντιμετώπισή της. Παράλληλα όμως, οι βιολογικές διεργασίες παίζουν αναμφισβήτα κάποιο ρόλο στην αιτιολογία της, κάτι που τουλάχιστον ανακουφίζει αυτόν που υποφέρει από το στίγμα που πολλές φορές συνοδεύει την διάγνωσή της.
Μύθος 2: Η κατάθλιψη είναι αναπόφευκτη αντίδραση σε ένα στρεσογόνο γεγονός
Σκεφτείται δύο γυναίκες οι οποίες και οι δύο παίρνουν στα χέρια τους την διάγνωση μιας σοβαρής ασθένειας. Η μία θα παρουσιάσει συμπτώματα κατάθλιψης ενώ η άλλη όχι. Δύο άντρες οι οποίοι και οι δύο χάνουν την δουλειά τους και πάλι ο ένας θα διαγνωσθεί με κατάθλιψη ενώ ο άλλος όχι. Οι έρευνες έχουν δείξει πως ένα στρεσογόνο γεγονός θα πυροδοτήσει την κατάθλιψη μία στις δύο φορές. Παρόλο που είναι υγιές και ανθρώπινο κανείς να βιώσει δυσάρεστα συναισθήματα μπροστά σε μια δύσκολη πρόκληση της ζωής δεν παρουσιάζουν όλοι συμπτώματα κατάθλιψης. Ότι είναι κοινό δεν σημαίνει ότι είναι και αναμενόμενο. Η αντίδραση σε ένα στρεσογόνο γεγονός έχει κατά πάσα πιθανότητα να κάνει και με τα μοτίβα συμπεριφοράς που παρακολουθήσαμε στην διάρκεια της παιδικής μας ηλικίας ως προς το πως διαχειριζόμαστε τις διάφορες προκλήσεις. Για παράδειγμα, όταν ένα παιδί παρακολουθεί τον γονιό του να απομονώνεται από την οικογένειά του και να αποφεύγει τις συζητήσεις στην παρουσία κάποιου προβλήματος, τότε είναι δυνατόν να ακολουθήσει το ίδιο μοτίβο συμπεριφοράς στην ενήλικη ζωή του. Δεν είναι κανόνας πως ο κάθε άνθρωπος ο οποίος θα βιώσει ένα δυσάρεστο γεγονός θα παρουσιάσει συμπτώματα κατάθλιψης, παρόλο που είναι αρκετά σύνηθες. Σημαντικό ρόλο παίζουν οι τεχνικές διαχείρισης που μαθαίνει το άτομο μπροστά σε στρεσογόνες καταστάσεις.
Μύθος 3: Η κατάθλιψη είναι κάτι που “έχεις.”
Λέγοντας σε κάποιον πως “έχει” κατάθλιψη του αφαιρούμε τόσο την προσωπική ευθύνη για την αιτιολογία της όσο και για την αντιμετώπισή της, εγκλωβίζοντας τον έτσι στον ρόλο του θύματος που έχει παγιδευτεί σε μια κατάσταση για την οποία δεν μπορεί να κάνει κάτι για να την αλλάξει. Συχνά όταν οι άνθρωποι αναφέρονται στην κατάθλιψη την παρουσιάζουν σαν κάτι που προέκυψε εντελώς αναπάντεχα και πως δεν υπάρχει καμία σύνδεση ανάμεσα στις συνθήκες της ζωής τους, τον τρόπο που διαχειρίζονται το ότι συμβαίνει και στην εμφάνιση της κατάθλιψης. Η διάλυση αυτού του μύθου δεν έχει ως σκοπό να ενοχοποιήσει το άτομο για την διάγνωση της κατάθλιψης, αλλά να το βοηθήσει να δει πως υπάρχει διέξοδος από την κατάθλιψη και πως έχει τον άμεσο έλεγχο στην αντιμετώπισή της.
Το πρόβλημα με την δημιουργία του μύθου πως η κατάθλιψη είναι κάτι που “έχεις” είναι πως οδηγεί το άτομο στο να υιοθετήσει τον ρόλο του “ασθενή” και παθητικά να περιμένει πως η κατάθλιψη θα περάσει από μόνη της. Όμως η κατάθλιψη δεν περνάει από μόνη της και όσο πιο πολύ το άτομο αναπτύσσει παθητικές συμπεριφορές όπως η αποφυγή και η απομόνωση τόσο η κατάαθλιψη διατηρείται από αυτές τις συμπεριφορές. Η κατάθλιψη δεν είναι λοιπόν κάτι που “έχεις” αλλά το αποτέλεσμα ορισμένων μοτίβων συμπεριφοράς τα οποία και μπορούν να αλλάξουν. Το άτομο το οποίο υποφέρει από κατάθλιψη έχει πολύ μεγαλύτερο έλεγχο στην αντιμετώπιση της κατάθλιψης από όσο πραγματικά αισθάνεται.